-
1 κλησις
I.- εως ἥ [καλέω]1) зовἐκάλεσέ με καὴ παίζων ἅμα τῇ κλήσει Plat. — он окликнул меня и, окликнув, пошутил
2) приглашение(εἰς τὸ πρυτανεῖον Dem.; δείπνων Plut.)
3) призыв о помощи Polyb.4) вызов в судἀπόφευξις δίκης ἢ κ. Arph. — освобождение от судебной ответственности или привлечение к ней;
ἀφιέναι τὰς κλήσεις Xen. — прекращать судебное преследование5) (при)звание, поприще(ἐν τῇ κλήσει, ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω NT.)
6) название, наименование Plat., Anth.7) именительный падеж(αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων Arst.)
8) грам. родовая форма(ἄρρενος κ. Arst.)
θηλείας или θήλεος κ. Arst. — форма женского рода;σκεύους κ. Arst. — средний родII.κλῇσις, κλεῖσις- εως ἥ [κλείω I]1) запирание(τῶν λιμένων Thuc.)
2) запор, преграда, заграждение(λύειν τὰς κλῄσεις Thuc.)
-
2 κλῆσις
3 invitation to a feast, Id.Smp.1.7;εἰς τὸ πρυτανεῖον D.19.32
;κλήσεις δείπνων Plu.Per.7
, cf. Parmenisc. ap. Ath. 4.156d.II name, appellation, Pl.Plt. 262d, 287e, Dsc.1.42;τοὺς θεοὺς εἶναι κ. ἱεράς Cleanth.Stoic.1.123
;Φιλησίη τὴν κ.
by name,IG
14.2067; reputation, Phld.Rh.2.46 S.III Gramm., αἱ κ. τῶν ὀνομάτων the nominatives, opp. αἱ πτώσεις (the oblique cases), Arist.APr. 48b41; ἔχειν θηλείας ἢ ἄρρενος κλῆσιν the nominative form of.., Id.SE 173b40, cf. 182a18.------------------------------------
См. также в других словарях:
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek